- μηχανογραφία
- η [μηχανογράφος]τεχνολ. η βιομηχανία και η εργασία που περιλαμβάνει την κατασκευή, την πώληση, τη συντήρηση και τη χρήση τών μηχανών γραφείου, από την απλή γραφομηχανή ώς τα οργανωμένα συστήματα ηλεκτρονικών υπολογιστών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. mecanographie].
Dictionary of Greek. 2013.